ἀποτελείῳ

ἀποτελείῳ
ἀποτέλειος
magistrate
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αποτελειώνω — (AM ἀποτελειῶ, όω) 1. φέρνω κάτι σε τέλος, συμπληρώνω, αποπερατώνω 2. θανατώνω 3. δέρνω ή βασανίζω κάποιον χωρίς έλεος 4. πεθαίνω αρχ. μσν. οδηγώ κάποιον σε ηθική ανωτερότητα αρχ. 1. φέρνω κάτι σε πλήρη ωριμότητα 2. παθ. γίνομαι ώριμος, τέλειος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”